εφοπλιστής

εφοπλιστής
ο
1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και τό χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος
2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης
3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προετοιμασία και τον εξοπλισμό ενός πλοίου ήδη από τα Ομηρικά έπη («[νῆα] ἐφοπλίσαντες», Οδ. β 295). Στη Νέα Ελληνική η λ. εφοπλιστής δήλωσε γενικά τον πλοιοκτήτη, τον ασχολούμενο με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφοπλιστής — ο ο ιδιοκτήτης πλοίων, ο πλοιοκτήτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευγενίδης, Ευγένιος — (Διδυμότειχο 1882 – Βεβέ, Ελβετία 1954). Εφοπλιστής, επιχειρηματίας και ευεργέτης. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας και ίδρυσε ναυπηγεία. Το 1923 ήρθε στον Πειραιά συνεχίζοντας την επιχειρηματική του… …   Dictionary of Greek

  • Λάτσης, Γιάννης — (Κατάκωλο Ηλείας 1910 – 2003). Εφοπλιστής και επιχειρηματίας. Σπούδασε στη σχολή πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού στον Πύργο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ένα εμπορικό φορτηγό που μετέφερε σταφίδα στην Ιταλία, φτάνοντας έως τον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Константакопулос, Василис — Василис Константакопулос греч. Βασίλης Κωνσταντακόπουλος Род деятельности: предприниматель, меценат …   Википедия

  • εφοπλιστικός — ή, ό [εφοπλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφοπλισμό ή στον εφοπλιστή («εφοπλιστικές επιχειρήσεις», «εφοπλιστικοί κύκλοι») …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • πλωτικός — ή, ό / πλωτικός, όν, ΝΑ [πλωτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική η επιδεξιότητα στην πλεύση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός έμπειρος ναύτης, θαλασσινός 2. φρ. «πλωτικὸς… …   Dictionary of Greek

  • συνεφοπλισμός — ο, Ν ναυτ. συμπλοιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εφοπλισμός (< ἐφοπλίζω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»), πρβλ. εφοπλιστής] …   Dictionary of Greek

  • Ανδρεάδης, Στρατής — (Βροντάδες, Χίος 1905 – 1984). Νομικός, τραπεζίτης, εφοπλιστής και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Άρχισε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”